Για τους πρωτοπόρους της φωτογραφίας, η ασπρόμαυρη εικόνα ήταν απλά το μέσο για ένα τέλος. Το χρώμα ήταν ο σκοπός τους και παρέμεινε ο πόθος που τους κράτησε στα πειράματά τους για μισό αιώνα. Η έρευνα για το χρώμα στη φωτογραφία χωρίζεται σε δύο στάδια: πρώτο, η ανάλυση και κατανόηση του φωτός, και δεύτερο η χημική και φυσική καταγραφή των φωτεινών κυμάτων. Και τα δύο αυτά στάδια έχουν σχέση με μεγάλες ανακαλύψεις, πικρούς ανταγωνισμούς και αποτυχίες, που κόστισαν ακριβά και οδήγησαν στην ολοκλήρωση μιας προφητείας. Το 1907 ο Αμερικανός φωτογράφος Alfred Stieglitz έγραφε: «Σύντομα ο κόσμος θα είναι τρελός για το χρώμα». Το 1977 περισσότερες από έξι δισεκατομμύρια φωτογραφίες ήταν έγχρωμες.
Το χρώμα σαν επιστήμη άρχισε το 1666, όταν ο Isaac Newton έκανε ένα πείραμα που αποδείχτηκε «η πιο αξιόλογη παρατήρηση που ως τώρα έχει γίνει στη λειτουργία της φύσης». Αυτή η «παρατήρηση» ήταν η ανακάλυψη του ηλιακού φάσματος, και η συνειδητοποίηση ότι όλα τα χρώματα υπάρχουν στο φως. Το 1801 ο επιστήμονας Thomas Young προχώρησε τη θεωρία του φωτός ένα βήμα περισσότερο. Πρότεινε ότι το φως ταξιδεύει με τη μορφή κυμάτων, και κάθε διαφορετικό μήκος κύματος αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο χρώμα.
Ο Young υπέθεσε ότι το μάτι ερμηνεύει τα χρώματα σύμφωνα με μια τριχρωματική αρχή και με τρεις ομάδες νευρικών απολήξεων. Η καθεμιά αντιδρά σε ένα από τα βασικά χρώματα, κόκκινο, μπλε και πράσινο, και δέχεται μερικός την επίδραση των υπόλοιπων δύο. Ο Young επίσης αποφάσισε ότι ο αμφιβληστροειδής του ματιού ανταποκρίνεται στα κύματα του φωτός και ότι η αίσθηση του χρώματος εξαρτάται από τη συχνότητα και το μήκος κάθε κύματος.
Πολλοί από τους συλλογισμούς του Young ήταν υποθετικοί και η δουλειά του που εκδόθηκε έμεινε ξεχασμένη για 50 χρόνια, μέχρι που ανακαλύφτηκε από το Γερμανό επιστήμονα Hermann von Helmholz, το 1852. Ύστερα από αυστηρά πειράματα ο Helmholz εκδίδει τη θεωρία των Young-Helmholz για την έγχρωμη όραση το 1888.
Οι βασικές αρχές της χρωματικής θεωρίας καθιερώθηκαν στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Βρέθηκε ότι τα τρία βασικά χρώματα, κόκκινο, πράσινο και μπλε, αφού προστεθούν δίνουν λευκό φως. Η πρόσθεση δύο βασικών χρωμάτων δίνει ένα τρίτο χρώμα - κόκκινο και πράσινο για παράδειγμα δίνουν κίτρινο. Αυτό το τρίτο χρώμα (κίτρινο) είναι συμπληρωματικό του βασικού που περισσεύει (του μπλε), γιατί μαζί μας δίνουν λευκό φως. Τα έγχρωμα αντικείμενα απορροφούν ή ανακλούν διαφορετικά μήκη κύματος, ανάλογα με τη σύνθεσή τους.
Αν και σπουδαίες αυτές οι θεωρίες, η πρόοδος στη φωτογραφία, ασπρόμαυρη και έγχρωμη, εξαρτιόταν οπό ένα βασικό στοιχείο - τον άργυρο. Αν τα άλατα του αργύρου δεν είχαν τη χαρακτηριστική ιδιότητα να μαυρίζουν όταν φωτίζονται, δε θα υπήρχε φωτογραφία. Το 1977, ένας Ελβετός χημικός, ο Carl Scheele, ανακάλυψε ότι ο χλωριούχος άργυρος (μια χημική ένωση του αργύρου) ανταποκρινόταν σε ορισμένα μήκη κύματος, και μάλιστα ήταν ευαίσθητος στην ιώδη ακτινοβολία του χρωματικού φάσματος.
Η πρώτη μονόχρωμη φωτογραφία έγινε το 1827. Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα μερικοί επιστήμονες κατάφεραν να πετύχουν φωτογραφίες με περιορισμένα χρώματα πάνω σε ένυδρο χλωριούχο άργυρο, που φωτιζόταν διαμέσου ενός πρίσματος. Αλλά κανένας από αυτούς δεν μπορούσε να σταθεροποιήσει μόνιμα τη φωτογραφία. Ο Abel Niepce de St Victor σταθεροποίησε τις έγχρωμες φωτογραφίες του με ένα επίχρισμα και ο Bequerel τις επαργυρωμένες πλάκες με ηλεκτρόλυση.
Όταν ο Λονδρέζος γλύπτης Frederick Scott Arche τελειοποίησε τις γρήγορες υγρές πλάκες κολλοδίου για μονόχρωμες φωτογραφίες, το 1851, ένας στρατός από φωτογράφους του Σαββατοκύριακου λέρωνε τα χέρια του μέσα σε πρόχειρους σκοτεινούς θαλάμους. Το κολλόδιο ήταν υποπροϊόν της βαμβακοπυρίτιδας, απλωμένο σε μια γυάλινη πλάκα που βυθιζόταν σε ένα διάλυμα νιτρικού άργυρου και εκτίθονταν στο φως όσο ακόμη ήταν υγρό. Οι πλάκες κολλοδίου ήταν χρήσιμες βάσεις για έγχρωμα πειράματα.
Στις μέρες μας χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος της καλλιτεχνικής φωτογραφίας για να περιγράψει την διακριτή διαφοροποίηση από την απλή φωτογράφηση που μπορεί να εκτελεστεί από τον καθέναν. Όλοι σήμερα φωτογραφίζουμε, κάποιες φορές ίσως και σαν επαγγελματίες αλλά φωτογράφοι δεν είμαστε... Ο "καλλιτέχνης φωτογράφος" ξεχωρίζει καθώς δημιουργεί ένα καλλιτέχνημα βάση των τεχνικών και των αρχών που διέπουν την καλλιτεχνική φωτογραφία.
Το χρώμα σαν επιστήμη άρχισε το 1666, όταν ο Isaac Newton έκανε ένα πείραμα που αποδείχτηκε «η πιο αξιόλογη παρατήρηση που ως τώρα έχει γίνει στη λειτουργία της φύσης». Αυτή η «παρατήρηση» ήταν η ανακάλυψη του ηλιακού φάσματος, και η συνειδητοποίηση ότι όλα τα χρώματα υπάρχουν στο φως. Το 1801 ο επιστήμονας Thomas Young προχώρησε τη θεωρία του φωτός ένα βήμα περισσότερο. Πρότεινε ότι το φως ταξιδεύει με τη μορφή κυμάτων, και κάθε διαφορετικό μήκος κύματος αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο χρώμα.
Ο Young υπέθεσε ότι το μάτι ερμηνεύει τα χρώματα σύμφωνα με μια τριχρωματική αρχή και με τρεις ομάδες νευρικών απολήξεων. Η καθεμιά αντιδρά σε ένα από τα βασικά χρώματα, κόκκινο, μπλε και πράσινο, και δέχεται μερικός την επίδραση των υπόλοιπων δύο. Ο Young επίσης αποφάσισε ότι ο αμφιβληστροειδής του ματιού ανταποκρίνεται στα κύματα του φωτός και ότι η αίσθηση του χρώματος εξαρτάται από τη συχνότητα και το μήκος κάθε κύματος.
Πολλοί από τους συλλογισμούς του Young ήταν υποθετικοί και η δουλειά του που εκδόθηκε έμεινε ξεχασμένη για 50 χρόνια, μέχρι που ανακαλύφτηκε από το Γερμανό επιστήμονα Hermann von Helmholz, το 1852. Ύστερα από αυστηρά πειράματα ο Helmholz εκδίδει τη θεωρία των Young-Helmholz για την έγχρωμη όραση το 1888.
Οι βασικές αρχές της χρωματικής θεωρίας καθιερώθηκαν στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Βρέθηκε ότι τα τρία βασικά χρώματα, κόκκινο, πράσινο και μπλε, αφού προστεθούν δίνουν λευκό φως. Η πρόσθεση δύο βασικών χρωμάτων δίνει ένα τρίτο χρώμα - κόκκινο και πράσινο για παράδειγμα δίνουν κίτρινο. Αυτό το τρίτο χρώμα (κίτρινο) είναι συμπληρωματικό του βασικού που περισσεύει (του μπλε), γιατί μαζί μας δίνουν λευκό φως. Τα έγχρωμα αντικείμενα απορροφούν ή ανακλούν διαφορετικά μήκη κύματος, ανάλογα με τη σύνθεσή τους.
Αν και σπουδαίες αυτές οι θεωρίες, η πρόοδος στη φωτογραφία, ασπρόμαυρη και έγχρωμη, εξαρτιόταν οπό ένα βασικό στοιχείο - τον άργυρο. Αν τα άλατα του αργύρου δεν είχαν τη χαρακτηριστική ιδιότητα να μαυρίζουν όταν φωτίζονται, δε θα υπήρχε φωτογραφία. Το 1977, ένας Ελβετός χημικός, ο Carl Scheele, ανακάλυψε ότι ο χλωριούχος άργυρος (μια χημική ένωση του αργύρου) ανταποκρινόταν σε ορισμένα μήκη κύματος, και μάλιστα ήταν ευαίσθητος στην ιώδη ακτινοβολία του χρωματικού φάσματος.
Η πρώτη μονόχρωμη φωτογραφία έγινε το 1827. Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα μερικοί επιστήμονες κατάφεραν να πετύχουν φωτογραφίες με περιορισμένα χρώματα πάνω σε ένυδρο χλωριούχο άργυρο, που φωτιζόταν διαμέσου ενός πρίσματος. Αλλά κανένας από αυτούς δεν μπορούσε να σταθεροποιήσει μόνιμα τη φωτογραφία. Ο Abel Niepce de St Victor σταθεροποίησε τις έγχρωμες φωτογραφίες του με ένα επίχρισμα και ο Bequerel τις επαργυρωμένες πλάκες με ηλεκτρόλυση.
Όταν ο Λονδρέζος γλύπτης Frederick Scott Arche τελειοποίησε τις γρήγορες υγρές πλάκες κολλοδίου για μονόχρωμες φωτογραφίες, το 1851, ένας στρατός από φωτογράφους του Σαββατοκύριακου λέρωνε τα χέρια του μέσα σε πρόχειρους σκοτεινούς θαλάμους. Το κολλόδιο ήταν υποπροϊόν της βαμβακοπυρίτιδας, απλωμένο σε μια γυάλινη πλάκα που βυθιζόταν σε ένα διάλυμα νιτρικού άργυρου και εκτίθονταν στο φως όσο ακόμη ήταν υγρό. Οι πλάκες κολλοδίου ήταν χρήσιμες βάσεις για έγχρωμα πειράματα.
Στις μέρες μας χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος της καλλιτεχνικής φωτογραφίας για να περιγράψει την διακριτή διαφοροποίηση από την απλή φωτογράφηση που μπορεί να εκτελεστεί από τον καθέναν. Όλοι σήμερα φωτογραφίζουμε, κάποιες φορές ίσως και σαν επαγγελματίες αλλά φωτογράφοι δεν είμαστε... Ο "καλλιτέχνης φωτογράφος" ξεχωρίζει καθώς δημιουργεί ένα καλλιτέχνημα βάση των τεχνικών και των αρχών που διέπουν την καλλιτεχνική φωτογραφία.