Η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού και η έκφρασή του στην τέχνη, ουσιαστικά έχει ως σημείο απαρχής τους πρώιμους κυνηγετικούς πολιτισμούς, η τέχνη των οποίων έφτασε στον Κολοφώνα, με τη ζωγραφική σπηλαίων στη νοτιοδυτική Γαλλία και Βόρεια Ισπανία, περίπου το 12.000 π.Χ. Ακόμα και στα παλαιότερα στάδια της εκπολιτιστικής του ανάπτυξης, ως νομάδος κυνηγού, ο άνθρωπος έκανε τεράστια βήματα προς τα εμπρός, σχετικά με το διανοητικό επίπεδο και οφείλουμε στις δικές του επιτεύξεις, πολλές από τις σημερινές βάσεις της πολιτισμένης ζωής. Ως κυνηγός, ο άνθρωπος επινόησε τις αρχέγονες μορφές της θρησκείας, ενώ η εφεύρεση της γλώσσας και η χρήση των εργαλείων ανάγονται σε πολύ παλαιότερη εποχή, περίπου εδώ και μισό εκατομμύριο χρόνια, όταν οι πρόγονοί μας δεν ήταν ούτε καν κυνηγοί, άλλα απλοί συλλέκτες τροφής. Είναι ακόμα δύσκολο, για τους περισσότερους ανθρώπους, να φανταστούν ποιες ήταν οι συνθήκες ζωής αυτών των πρώτων ανθρώπων ή να συνειδητοποιήσουν τις διανοητικές προσπάθειες που κατέβαλλαν αυτά τα απομακρυσμένα και εφευρετικά άτομα, που οικοδομούσαν το ανθρώπινο γένος.
Ασφαλώς υπήρξαν πολύ παλαιότεροι πολιτισμοί κυνηγών στην Ασία και στην Αφρική παρά στην Ευρώπη. Υπολείμματα, στο πέρασμα του Olduvai Gorge στην Tanzania, απεκάλυψαν ανθρωποειδή όντα που χρησιμοποιούσαν εργαλεία από λαξευμένη πέτρα πιθανόν πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια, ενώ τα ανθρώπινα απολιθώματα που βρέθηκαν κοντά στο Πεκίνο είναι 400.000 χρόνων. Όμως, για λόγους που ακόμα παραμένουν ανεξήγητοι, η καλλιτεχνική έκφραση των κυνηγετικών λαών κάνει την πρώτη εμφάνιση της στην Ευρώπη. Η έναρξη της καλλιτεχνικής προόδου της ανθρωπότητας, πιστοποιείται στις φημισμένες κορδελωτές γραμμές που σχεδίασαν ανθρώπινα δάχτυλα, κατά μήκος, στον υγρό πήλινο τοίχο μιας σπηλιάς στην Altamira, που χρονολογούνται περίπου στα 30.000 π.Χ. Για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει τι σήμαινε η τέχνη τους για αυτούς, πρέπει να διεισδύσει στο πνεύμα αυτών των πρώτων ανθρώπων, και ευτυχώς για μας η τέχνη των βράχων των κυνηγετικών λαών, εξαπλώθηκε σιγά - σιγά σε όλον τον κόσμο, ως την Αυστραλία και τη νότια Αφρική, όπου εξακολούθησε μάλιστα και τα τελευταία χρόνια. Η νοοτροπία των πρώτων κυνηγετικών λαών έχει διατηρηθεί στους Αυστραλούς αυτόχθονες και τους Νοτιο-αφρικανούς δασόβιους, καθώς και, ως ένα σημείο, στους Εσκιμώους. Για αυτό, είναι δυνατό ο σύγχρονος άνθρωπος να ανοικοδομήσει αναλογικά τις θεωρίες των καλλιτεχνών των σπηλαίων του Lascaux και της Altamira.
Η σύγκριση τεχνοτροπιών και θεμάτων μας ευκολύνουν να καθορίσουμε τη χρονολογία των διαφόρων σταδίων της διαδόσεως της τέχνης των βράχων. Ανάμεσα στα 9.000 και στα 8.000 π.Χ., μετά το τέλος της τελευταίας περιόδου των Παγετώνων στην Ευρώπη, οι κλιματολογικές μεταβολές αλλοίωσαν ριζικά τις συνθήκες διαβιώσεως της ανθρωπότητας. Η αυξανόμενη θερμότητα εξαφάνισε τις γυμνές παγωμένες πεδιάδες, όπου ζούσαν οι αγέλες των θηραμάτων, και δάση άρχισαν να τις σκεπάζουν. Οι κυνηγοί, που οδηγήθηκαν λίγο - πολύ πίσω στη συλλογή τροφής, ήταν έτοιμοι να δεχτούν την εισαγωγή της τροφοπαραγωγής από τη Μέση Ανατολή, όπου η παρουσία κατάλληλων φυτών σε άγρια μορφή δημιούργησε στην περιοχή ευνοϊκές συνθήκες για τη μεγάλη ανακάλυψη της εξημερώσεως. Η στροφή προς την τροφοπαραγωγή και τη γεωργία στην Ευρώπη ολοκληρώθηκε περίπου στα 2.000 π.Χ., όταν και η επίδραση των ώριμων πολιτισμών της Μέσης Ανατολής έγινε αισθητή στα περισσότερα μέρη, ακόμα και προς την ανατολική κατεύθυνση, ως και την Κίνα. Από αυτό το σημείο και στο εξής είναι απαραίτητο να εξετάζει κανείς τους πρωτόγονους πολιτισμούς, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, κάτω από το πρίσμα της σχέσεώς τους με τους ώριμους πολιτισμούς.
Περίπου, στα 6.000 π.Χ. μια νέα τεχνοτροπία της τέχνης των βράχων εμφανίστηκε στη δυτική Μεσόγειο, σαν αποτέλεσμα των επαφών που είχαν οι νομαδικοί κυνηγοί με τους ώριμους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής. Στην παλιά συλλογή με παραστάσεις ζώων, προστέθηκαν ανθρώπινες μορφές καταγόμενες από τους σύγχρονους πολιτισμούς της Ανατολίας (Qatal Huylik), αν και χωρίς αμφιβολία οφείλουν την ιδιότυπη κομψότητά τους, ειδικά όταν βρίσκονται σε κίνηση οι ανθρώπινες μορφές, σε αυτούς τους ίδιους τους κυνηγούς. Αυτή η «Δεύτερη τεχνοτροπία των κυνηγών» εξαπλώθηκε σε όλη την Αφρική και ίχνη της έφτασαν από τη νότιο-ανατολική Ασία και στην Αυστραλία.
Το μόνο τμήμα της Ευρώπης όπου θα μπορούσαν να επιζήσουν οι πρωτόγονοι πολιτισμοί μετά την εμφάνιση και τη διάδοση του μεσογειακού πολιτισμού ήταν ο άπω - Βορράς, στις αρκτικές περιοχές που σήμερα κατοικούνται από τους νομάδες Λάπωνες ταρανδοβοσκούς. Στο βόρειο ήμισυ της Ασίας συνεχίστηκε ο τρόπος ζωής των κυνηγών αν και, από το 2.000 περίπου π.Χ., οι έφιπποι νομάδες, που απέκτησαν την ευχέρεια κινήσεως δαμάζοντας τα άγρια άλογα στις μεγάλες κεντρικές στέπες, κατόρθωσαν να αναπτύξουν τον πολιτισμό των κυνηγών σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο. Είχαν συχνή επικοινωνία με τους ώριμους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης και της Κίνας. Από την Κίνα, που έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη διείσδυση των επιδράσεων πάνω στους πρωτόγονους πολιτισμούς, τα καλλιτεχνικά μοτίβα που δημιούργησαν οι νομάδες πέρασαν στην Ινδονησία.
Οι κυνηγετικοί πολιτισμοί έφτασαν στην αμερικάνικη ήπειρο δια του Bering strait (Βερίγγειος πορθμός, που συνδέει την Αλάσκα με τη Σιβηρία - στην προϊστορική εποχή ήταν βατός και οι άνθρωποι το χρησιμοποίησαν για να περάσουν από την μια ήπειρο στην άλλη και να κατοικήσουν την Αμερική), ίσως κιόλας από το 20.000 π.Χ. Πως μεταδόθηκε η παρόρμηση, που αργότερα οδήγησε στην ανακάλυψη της γεωργίας και της δημιουργίας των ώριμων πολιτισμών στο Μεξικό και στις Άνδεις, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, όμως είναι πιθανό να προήλθε από την Ασία.
Η Αφρική έμεινε κατά μεγάλο μέρος έξω από την τροχιά των ώριμων πολιτισμών. Η βόρεια και η ανατολική Αφρική, κατεχόταν κυρίως από κυνηγετικούς λαούς και νομάδες, πάνω στους οποίους η Αίγυπτος επέδρασε ελάχιστα. Είναι πιθανό, κάποια στιγμή κατά την πρώτη χιλιετηρίδα π.Χ., να έφτασαν γεωργοί από την Ινδοκίνα στην ανατολική Αφρική από τη θάλασσα. Στο δεύτερο ήμισυ της πρώτης χιλιετηρίδας π.Χ. παρατηρείται στη δυτική Αφρική, μια κάποια δεκτικότητα στο να απορροφηθούν οι ώριμοι πολιτισμοί της Μεσογείου.
Ασφαλώς υπήρξαν πολύ παλαιότεροι πολιτισμοί κυνηγών στην Ασία και στην Αφρική παρά στην Ευρώπη. Υπολείμματα, στο πέρασμα του Olduvai Gorge στην Tanzania, απεκάλυψαν ανθρωποειδή όντα που χρησιμοποιούσαν εργαλεία από λαξευμένη πέτρα πιθανόν πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια, ενώ τα ανθρώπινα απολιθώματα που βρέθηκαν κοντά στο Πεκίνο είναι 400.000 χρόνων. Όμως, για λόγους που ακόμα παραμένουν ανεξήγητοι, η καλλιτεχνική έκφραση των κυνηγετικών λαών κάνει την πρώτη εμφάνιση της στην Ευρώπη. Η έναρξη της καλλιτεχνικής προόδου της ανθρωπότητας, πιστοποιείται στις φημισμένες κορδελωτές γραμμές που σχεδίασαν ανθρώπινα δάχτυλα, κατά μήκος, στον υγρό πήλινο τοίχο μιας σπηλιάς στην Altamira, που χρονολογούνται περίπου στα 30.000 π.Χ. Για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει τι σήμαινε η τέχνη τους για αυτούς, πρέπει να διεισδύσει στο πνεύμα αυτών των πρώτων ανθρώπων, και ευτυχώς για μας η τέχνη των βράχων των κυνηγετικών λαών, εξαπλώθηκε σιγά - σιγά σε όλον τον κόσμο, ως την Αυστραλία και τη νότια Αφρική, όπου εξακολούθησε μάλιστα και τα τελευταία χρόνια. Η νοοτροπία των πρώτων κυνηγετικών λαών έχει διατηρηθεί στους Αυστραλούς αυτόχθονες και τους Νοτιο-αφρικανούς δασόβιους, καθώς και, ως ένα σημείο, στους Εσκιμώους. Για αυτό, είναι δυνατό ο σύγχρονος άνθρωπος να ανοικοδομήσει αναλογικά τις θεωρίες των καλλιτεχνών των σπηλαίων του Lascaux και της Altamira.
Η σύγκριση τεχνοτροπιών και θεμάτων μας ευκολύνουν να καθορίσουμε τη χρονολογία των διαφόρων σταδίων της διαδόσεως της τέχνης των βράχων. Ανάμεσα στα 9.000 και στα 8.000 π.Χ., μετά το τέλος της τελευταίας περιόδου των Παγετώνων στην Ευρώπη, οι κλιματολογικές μεταβολές αλλοίωσαν ριζικά τις συνθήκες διαβιώσεως της ανθρωπότητας. Η αυξανόμενη θερμότητα εξαφάνισε τις γυμνές παγωμένες πεδιάδες, όπου ζούσαν οι αγέλες των θηραμάτων, και δάση άρχισαν να τις σκεπάζουν. Οι κυνηγοί, που οδηγήθηκαν λίγο - πολύ πίσω στη συλλογή τροφής, ήταν έτοιμοι να δεχτούν την εισαγωγή της τροφοπαραγωγής από τη Μέση Ανατολή, όπου η παρουσία κατάλληλων φυτών σε άγρια μορφή δημιούργησε στην περιοχή ευνοϊκές συνθήκες για τη μεγάλη ανακάλυψη της εξημερώσεως. Η στροφή προς την τροφοπαραγωγή και τη γεωργία στην Ευρώπη ολοκληρώθηκε περίπου στα 2.000 π.Χ., όταν και η επίδραση των ώριμων πολιτισμών της Μέσης Ανατολής έγινε αισθητή στα περισσότερα μέρη, ακόμα και προς την ανατολική κατεύθυνση, ως και την Κίνα. Από αυτό το σημείο και στο εξής είναι απαραίτητο να εξετάζει κανείς τους πρωτόγονους πολιτισμούς, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, κάτω από το πρίσμα της σχέσεώς τους με τους ώριμους πολιτισμούς.
Περίπου, στα 6.000 π.Χ. μια νέα τεχνοτροπία της τέχνης των βράχων εμφανίστηκε στη δυτική Μεσόγειο, σαν αποτέλεσμα των επαφών που είχαν οι νομαδικοί κυνηγοί με τους ώριμους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής. Στην παλιά συλλογή με παραστάσεις ζώων, προστέθηκαν ανθρώπινες μορφές καταγόμενες από τους σύγχρονους πολιτισμούς της Ανατολίας (Qatal Huylik), αν και χωρίς αμφιβολία οφείλουν την ιδιότυπη κομψότητά τους, ειδικά όταν βρίσκονται σε κίνηση οι ανθρώπινες μορφές, σε αυτούς τους ίδιους τους κυνηγούς. Αυτή η «Δεύτερη τεχνοτροπία των κυνηγών» εξαπλώθηκε σε όλη την Αφρική και ίχνη της έφτασαν από τη νότιο-ανατολική Ασία και στην Αυστραλία.
Το μόνο τμήμα της Ευρώπης όπου θα μπορούσαν να επιζήσουν οι πρωτόγονοι πολιτισμοί μετά την εμφάνιση και τη διάδοση του μεσογειακού πολιτισμού ήταν ο άπω - Βορράς, στις αρκτικές περιοχές που σήμερα κατοικούνται από τους νομάδες Λάπωνες ταρανδοβοσκούς. Στο βόρειο ήμισυ της Ασίας συνεχίστηκε ο τρόπος ζωής των κυνηγών αν και, από το 2.000 περίπου π.Χ., οι έφιπποι νομάδες, που απέκτησαν την ευχέρεια κινήσεως δαμάζοντας τα άγρια άλογα στις μεγάλες κεντρικές στέπες, κατόρθωσαν να αναπτύξουν τον πολιτισμό των κυνηγών σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο. Είχαν συχνή επικοινωνία με τους ώριμους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης και της Κίνας. Από την Κίνα, που έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη διείσδυση των επιδράσεων πάνω στους πρωτόγονους πολιτισμούς, τα καλλιτεχνικά μοτίβα που δημιούργησαν οι νομάδες πέρασαν στην Ινδονησία.
Οι κυνηγετικοί πολιτισμοί έφτασαν στην αμερικάνικη ήπειρο δια του Bering strait (Βερίγγειος πορθμός, που συνδέει την Αλάσκα με τη Σιβηρία - στην προϊστορική εποχή ήταν βατός και οι άνθρωποι το χρησιμοποίησαν για να περάσουν από την μια ήπειρο στην άλλη και να κατοικήσουν την Αμερική), ίσως κιόλας από το 20.000 π.Χ. Πως μεταδόθηκε η παρόρμηση, που αργότερα οδήγησε στην ανακάλυψη της γεωργίας και της δημιουργίας των ώριμων πολιτισμών στο Μεξικό και στις Άνδεις, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, όμως είναι πιθανό να προήλθε από την Ασία.
Η Αφρική έμεινε κατά μεγάλο μέρος έξω από την τροχιά των ώριμων πολιτισμών. Η βόρεια και η ανατολική Αφρική, κατεχόταν κυρίως από κυνηγετικούς λαούς και νομάδες, πάνω στους οποίους η Αίγυπτος επέδρασε ελάχιστα. Είναι πιθανό, κάποια στιγμή κατά την πρώτη χιλιετηρίδα π.Χ., να έφτασαν γεωργοί από την Ινδοκίνα στην ανατολική Αφρική από τη θάλασσα. Στο δεύτερο ήμισυ της πρώτης χιλιετηρίδας π.Χ. παρατηρείται στη δυτική Αφρική, μια κάποια δεκτικότητα στο να απορροφηθούν οι ώριμοι πολιτισμοί της Μεσογείου.