Ανάμεσα στους προϊστορικούς πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στον ελληνικό χώρο ξεχωρίζει ο πολιτισμός της Κρήτης, ο «μινωικός πολιτισμός», όπως τον ονόμασε, από το όνομα του μυθικού βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, ο Άγγλος αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς, που τον έφερε αρχικά στο φως. Βασικός παράγοντας για την ανάπτυξή του ήταν η σπουδαία γεωγραφική θέση του νησιού, που γειτονεύει με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου (Αίγυπτο, ακτές Φοινίκης και Παλαιστίνης, Μεσοποταμία), όπου είχαν εμφανιστεί οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί. Και ακόμη συνέβαλαν στην ανάπτυξη αυτή το εύφορο έδαφος και μια μακροχρόνια περίοδος ειρήνης.
Λίγα πράγματα είναι γνωστά για την προέλευση του λαού που δημιούργησε το μινωικό πολιτισμό. Γενικά εντάσσεται στο «μεσογειακό τύπο» και είναι πιθανό να έφτασε στο νησί από τα ανατολικά, από τη Μ. Ασία. Γρήγορα οι Κρήτες δημιούργησαν ναυτικό, απέκτησαν πρωτεύουσα ναυτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο («μινωική θαλασσοκρατορία») και ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τις γύρω χώρες. Παράλληλα δέχτηκαν και αφομοίωσαν πολιτιστικές επιδράσεις.
Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε ο προϊστορικός πολιτισμός της Κρήτης μετά το 1900 π.Χ. Τότε οικοδομήθηκαν και τα πρώτα μεγάλα ανάκτορα, όπως της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων, του Ζάκρου κ.ά. Τα ανάκτορα αυτά καταστράφηκαν γύρω στα 1700 π.Χ., πιθανόν από σεισμό, και οικοδομήθηκαν και πάλι στις ίδιες θέσεις λαμπρότερα. Στην περίοδο αυτή, τη «Νεοανακτορική» όπως την ονομάζουν (1700-1450 π.Χ.), ο μινωικός πολιτισμός έφτασε στο κορύφωμα της ακμής του.
Τότε όμως, γύρω στα 1450 π.Χ., μια τρομερή καταστροφή χτύπησε την Κρήτη. Τα λαμπρά της ανάκτορα σωριάστηκαν σε ερείπια και ο πολιτισμός της δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα. Μια από τις απόψεις που διατυπώθηκαν για το γεγονός αυτό αποδίδει τα αίτια της καταστροφής σε έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Η έκρηξη προκάλεσε μεγάλους σεισμούς στην Κρήτη, και σύννεφα ηφαιστειακής τέφρας κάλυψαν το νησί, ενώ ένα ισχυρό παλιρροϊκό κύμα σάρωσε τις βόρειες ακτές του. Ακολούθησαν πυρκαγιές που κατέστρεψαν ότι είχε απομείνει. Από την καταστροφή επωφελήθηκαν Έλληνες από την ηπειρωτική Ελλάδα, οι Αχαιοί, και κατέλαβαν το 1400 π.Χ. το νησί. Τέλος, το 1100 π.Χ., η Κρήτη πέρασε στην κυριαρχία ενός άλλου ελληνικού φύλου, των Δωριέων.
Στην περίοδο της ακμής του μινωικού πολιτισμού (1900-1450 π.Χ.) η Κρήτη πρέπει να ήταν χωρισμένη σε μικρά ανεξάρτητα βασίλεια. Ίσως οι ηγεμόνες της Κνωσού να ασκούσαν κάποια μορφή επικυριαρχίας σ' ολόκληρο το νησί. Θα πρέπει ακόμη να είχαν διαμορφωθεί διάφορες κοινωνικές τάξεις, όπως η τάξη των ευγενών, ένα ιερατείο με επικεφαλής τον ίδιο τον ηγεμόνα, οι τάξεις των αγροτών, των τεχνιτών, των εμπόρων, των ναυτικών. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν στη μινωική κοινωνία η θέση της γυναίκας, που μπορούσε να παίρνει μέρος ελεύθερα στη δημόσια ζωή.
Τα κτιριακά συγκροτήματα των μινωικών ανακτόρων, εκτός από τα ενδιαιτήματα του ηγεμόνα, περιλάμβαναν χώρους για θρησκευτικές τελετές, εργαστήρια και αποθήκες. Ήταν δηλαδή και θρησκευτικά κέντρα αλλά και κέντρα βιοτεχνικής παραγωγής και εμπορίου. Η οικονομία του νησιού στηριζόταν κυρίως στο θαλάσσιο εμπόριο. Βασικά προϊόντα εξαγωγής ήταν το κρασί και το λάδι, ενώ εισάγονταν κυρίως μέταλλα.
Οι Κρήτες της Εποχής του χαλκού έζησαν αιώνες ολόκληρους μια ειρηνική και άνετη ζωή. Η θρησκεία τους, σε αντίθεση με εκείνη των Ανατολικών λαών, είχε ήπια μορφή και οι ηγεμόνες τους απείχαν πολύ από τον τύπο των δεσποτικών ηγεμόνων της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας. Οι άνθρωποι αγαπούσαν τη φύση και τα θέματα της τέχνης τους μαρτυρούν έναν πολιτισμό της ζωής και της χαράς.
Λίγα πράγματα είναι γνωστά για την προέλευση του λαού που δημιούργησε το μινωικό πολιτισμό. Γενικά εντάσσεται στο «μεσογειακό τύπο» και είναι πιθανό να έφτασε στο νησί από τα ανατολικά, από τη Μ. Ασία. Γρήγορα οι Κρήτες δημιούργησαν ναυτικό, απέκτησαν πρωτεύουσα ναυτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο («μινωική θαλασσοκρατορία») και ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τις γύρω χώρες. Παράλληλα δέχτηκαν και αφομοίωσαν πολιτιστικές επιδράσεις.
Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε ο προϊστορικός πολιτισμός της Κρήτης μετά το 1900 π.Χ. Τότε οικοδομήθηκαν και τα πρώτα μεγάλα ανάκτορα, όπως της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων, του Ζάκρου κ.ά. Τα ανάκτορα αυτά καταστράφηκαν γύρω στα 1700 π.Χ., πιθανόν από σεισμό, και οικοδομήθηκαν και πάλι στις ίδιες θέσεις λαμπρότερα. Στην περίοδο αυτή, τη «Νεοανακτορική» όπως την ονομάζουν (1700-1450 π.Χ.), ο μινωικός πολιτισμός έφτασε στο κορύφωμα της ακμής του.
Τότε όμως, γύρω στα 1450 π.Χ., μια τρομερή καταστροφή χτύπησε την Κρήτη. Τα λαμπρά της ανάκτορα σωριάστηκαν σε ερείπια και ο πολιτισμός της δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα. Μια από τις απόψεις που διατυπώθηκαν για το γεγονός αυτό αποδίδει τα αίτια της καταστροφής σε έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Η έκρηξη προκάλεσε μεγάλους σεισμούς στην Κρήτη, και σύννεφα ηφαιστειακής τέφρας κάλυψαν το νησί, ενώ ένα ισχυρό παλιρροϊκό κύμα σάρωσε τις βόρειες ακτές του. Ακολούθησαν πυρκαγιές που κατέστρεψαν ότι είχε απομείνει. Από την καταστροφή επωφελήθηκαν Έλληνες από την ηπειρωτική Ελλάδα, οι Αχαιοί, και κατέλαβαν το 1400 π.Χ. το νησί. Τέλος, το 1100 π.Χ., η Κρήτη πέρασε στην κυριαρχία ενός άλλου ελληνικού φύλου, των Δωριέων.
Στην περίοδο της ακμής του μινωικού πολιτισμού (1900-1450 π.Χ.) η Κρήτη πρέπει να ήταν χωρισμένη σε μικρά ανεξάρτητα βασίλεια. Ίσως οι ηγεμόνες της Κνωσού να ασκούσαν κάποια μορφή επικυριαρχίας σ' ολόκληρο το νησί. Θα πρέπει ακόμη να είχαν διαμορφωθεί διάφορες κοινωνικές τάξεις, όπως η τάξη των ευγενών, ένα ιερατείο με επικεφαλής τον ίδιο τον ηγεμόνα, οι τάξεις των αγροτών, των τεχνιτών, των εμπόρων, των ναυτικών. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν στη μινωική κοινωνία η θέση της γυναίκας, που μπορούσε να παίρνει μέρος ελεύθερα στη δημόσια ζωή.
Τα κτιριακά συγκροτήματα των μινωικών ανακτόρων, εκτός από τα ενδιαιτήματα του ηγεμόνα, περιλάμβαναν χώρους για θρησκευτικές τελετές, εργαστήρια και αποθήκες. Ήταν δηλαδή και θρησκευτικά κέντρα αλλά και κέντρα βιοτεχνικής παραγωγής και εμπορίου. Η οικονομία του νησιού στηριζόταν κυρίως στο θαλάσσιο εμπόριο. Βασικά προϊόντα εξαγωγής ήταν το κρασί και το λάδι, ενώ εισάγονταν κυρίως μέταλλα.
Οι Κρήτες της Εποχής του χαλκού έζησαν αιώνες ολόκληρους μια ειρηνική και άνετη ζωή. Η θρησκεία τους, σε αντίθεση με εκείνη των Ανατολικών λαών, είχε ήπια μορφή και οι ηγεμόνες τους απείχαν πολύ από τον τύπο των δεσποτικών ηγεμόνων της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας. Οι άνθρωποι αγαπούσαν τη φύση και τα θέματα της τέχνης τους μαρτυρούν έναν πολιτισμό της ζωής και της χαράς.