Πνευματική κίνηση, επιστήμες, και καλές τέχνες ήταν πράγματα άγνωστα, στους πρώτους τουλάχιστον αιώνες Μέσων Χρόνων. Σχολεία δεν υπήρχαν, οι φεουδάρχες θεωρούσαν τη μόρφωση για τον εαυτό τους και τα παιδιά τους, ως κάτι περιττό και αταίριαστο στην κοινωνική τους θέση. Η εκκλησία, από το άλλο μέρος, που θεωρούσε την Αγία Γραφή ως τη μοναδική πηγή κάθε γνώσης, ήταν αντίθετη σε κάθε επιστημονική έρευνα, και από το 13ο αιώνα κατέκαιε κάθε σύγγραμμα, που το περιεχόμενο ήταν αντίθετο με τις Γραφές. Το εκκλησιαστικό δικαστήριο (άουτο ντα φε), που είναι γνωστό ως Ιερά Εξέταση, δεν δίσταζε να καίει πάνω στη φωτιά κάθε επιστήμονα η ερευνητή που οι σκέψεις του, κατά τη γνώμη του, ήταν αντίθετες με τα ιερά βιβλία, και τον χαρακτήριζε ως αιρετικό.
Στα χρόνια ενός μόνο Πάπα του Ιννοκέντιου του Δ, 30.000 άτομα κάηκαν πάνω στη φωτιά και 300.000 άλλα ακρωτηριάσθηκαν από τα φρικτά βασανιστήρια. Το θάνατο πάνω στη φωτιά μόλις διέφυγε, όπως είναι γνωστό, ο Γαλιλαίος, που με τις έρευνές του δικαίωσε τις θεωρίες του Κοπέρνικου για την περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο. Ως γνωστό, ο πρώτος που παρατήρησε την περιφορά της Γης και διατύπωσε ανάλογη θέση ήταν ο Έλληνας Αρίσταρχος ο Σάμιος κατά την αρχαιότητα. Πολύ αργότερα, όταν, στην αρχή στο Παρίσι και έπειτα σε άλλες πόλεις, έγιναν τα πρώτα πανεπιστήμια και άρχισαν να προοδεύουν οι επιστήμες δειλά, η παντοδύναμη εκκλησία εξουσίαζε την επιστημονική σκέψη και κάθε φιλοσοφική σκέψη, που ήταν αντίθετη και με το γράμμα, ακόμα, της Αγίας Γραφής, καταδικαζόταν σκληρά.
Η φιλοσοφία και όλες οι επιστήμες τότε μόνο μπορούσαν να υπάρχουν, όταν γίνονταν θεραπαινίδες της θεολογίας (ancilla theologiae). Παροιμιώδες έμεινε το άγονο πνεύμα σχολαστικότητας των καθηγητών των τότε πανεπιστημίων και η μηδαμινότητα των γνώσεων, που έδιναν στους μαθητές των σχολών τους. Ο Έρασμος, αργότερα, στο έργο του «Μωρίας εγκώμιον» θα περιπαίξει τους εφόρους της επιστήμης μεσαιωνικών πανεπιστημίων. Σε όλες τις επιστημονικές συζητήσεις επικρατούσαν στενό πνεύμα δογματισμού και τυποποιημένα κριτήρια. Φανερή περιφρόνηση στην παρατήρηση και στο πείραμα και παθητική υποταγή στις Γραφές χαρακτήριζαν όλη τη διανοητική ζωή του Μεσαίωνα.
Ο πατέρας της Δυτικής εκκλησίας ο Αυγουστίνος, μολονότι πνεύμα πραγματικά πλατύ, που αγαπούσε την έρευνα, δεν μπόρεσε να αποφύγει τις περιορισμένες θεοκρατικές απόψεις της εποχής του. Και έλεγε ότι είναι θανάσιμο αμάρτημα να τα εξηγούμε όλα με τη λογική, επειδή τον θεό τον γνωρίζομε αποκλειστικά με την πίστη. Από τους αρχαίους συγγραφείς, μόνο τα συγγράμματα του Αριστοτέλη διαβάζονταν στο μεσαίωνα, οι μεγάλοι, όμως, σοφοί της εποχής εκείνης, όπως ο Γάλλος Βοναβεντούρα (1221-1274), ο Γερμανός Αλβέρτος ο Μέγας (1193-1280) και ο Ιταλός Θωμάς Ακουΐνος (1226-1274) πέτυχαν να συμβιβάσουν τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη με το δόγμα της Δυτικής Εκκλησίας. Από τότε, τα συγγράμματα του Σταγειρίτη σοφού και η Αγία Γραφή, ήταν οι μόνες πηγές γνήσιας και επιτρεπτής γνώσης. Οι πάπες, που κατείχαν την ανώτατη εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία και που είχαν το προνόμιο να στεφανώνουν και τη δύναμη να διώχνουν από το θρόνο τους μονάρχες και τους αυτοκράτορες, μαζί με τον ανώτατο κλήρο δέσποζαν στην πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη των Μέσων Χρόνων.
Και όταν, με τις ενέργειές τους, δεν προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την αθλιότητα που υπήρχε, έχαναν τον καιρό τους σε οικουμενικές συνόδους, όπου για μήνες μάλωναν για πολύ απίθανα θέματα. Από тα περισσότερο παράδοξα χαρακτηριστικά της κοινωνίας των Μέσων Χρόνων ήταν η εμφάνιση και η ανάπτυξη του ιπποτισμού. Παρά τις δεισιδαιμονίες, τις προλήψεις, τη θρησκοληψία και τη μεγάλη αμάθεια, παρά τους εμφύλιους πολέμους, την άπονη συμπεριφορά της Ιεράς Εξέτασης, που καθημερινά καταδίκαζε σε θάνατο πάνω στη φωτιά χιλιάδες δήθεν αιρετικούς, ανάμεσα στα εξαγριωμένα ήθη και την πνευματική κατάπτωση, ένα πνεύμα τρυφερότητας, γενναιοφροσύνης, και προστασίας κάθε αδύνατου καλλιεργήθηκε παράλληλα στις τάξεις των ευγενών, που ονομάστηκε «ιπποτισμός».
Οι ιππότες ανήκουν στην τάξη των κοινωνικά προνομιούχων. Ήταν φοβεροί ιππείς και θεωρούταν ατρόμητοι, έντιμοι και ευγενικοί στις γυναίκες και στους αδικημένους. Η γενναιότητα, που δείχνουν στους πολέμους, είναι αφάνταστη. Στην εποχή των Σταυροφοριών, για να πάρουν πίσω τους Αγίους Τόπους, οι ιππότες είχαν το σπουδαιότερο ρόλο. Υπήρξαν οι ασύγκριτοι ήρωες των μεσαιωνικών, ιπποτικών μυθιστορημάτων. Πολλές φορές, έφταναν στην υπερβολή όπως ακριβώς ο ονομαστός Ισπανός συγγραφέας Θερβάντες, στο έργο του «Δον Κιχώτης» σατιρίζει τις υπερβολές του ιπποτικού πνεύματος. Ο κάθε ευγενής μπορούσε να γίνει ιππότης. Για να μπει κάποιος στις τάξεις των ιπποτών, έπρεπε να υπηρετήσει τίμια, για μια τετραετία, κοντά σε ένα φεουδάρχη, και να δείξει πνεύμα άφθαστης γενναιότητας. Στην τελετή του χρίσματος, που γινόταν δημόσια, ο υποψήφιος ιππότης έδινε την υπόσχεση ότι θα παραμείνει πιστός στην Εκκλησία και στον άρχοντα, και ότι, ακόμα, θα σέβεται τους ανυπεράσπιστους και τις γυναίκες. Ο πυργοδεσπότης του φορούσε, στη συνέχεια, το δεξιό πτερνιστήρα, τον έζωνε με δερμάτινη ζώνη, του έδινε το ξίφος και τον φιλούσε λέγοντας: «Στο όνομα του Θεού, του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου σε κάνω ιππότη».
Στα χρόνια ενός μόνο Πάπα του Ιννοκέντιου του Δ, 30.000 άτομα κάηκαν πάνω στη φωτιά και 300.000 άλλα ακρωτηριάσθηκαν από τα φρικτά βασανιστήρια. Το θάνατο πάνω στη φωτιά μόλις διέφυγε, όπως είναι γνωστό, ο Γαλιλαίος, που με τις έρευνές του δικαίωσε τις θεωρίες του Κοπέρνικου για την περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο. Ως γνωστό, ο πρώτος που παρατήρησε την περιφορά της Γης και διατύπωσε ανάλογη θέση ήταν ο Έλληνας Αρίσταρχος ο Σάμιος κατά την αρχαιότητα. Πολύ αργότερα, όταν, στην αρχή στο Παρίσι και έπειτα σε άλλες πόλεις, έγιναν τα πρώτα πανεπιστήμια και άρχισαν να προοδεύουν οι επιστήμες δειλά, η παντοδύναμη εκκλησία εξουσίαζε την επιστημονική σκέψη και κάθε φιλοσοφική σκέψη, που ήταν αντίθετη και με το γράμμα, ακόμα, της Αγίας Γραφής, καταδικαζόταν σκληρά.
Η φιλοσοφία και όλες οι επιστήμες τότε μόνο μπορούσαν να υπάρχουν, όταν γίνονταν θεραπαινίδες της θεολογίας (ancilla theologiae). Παροιμιώδες έμεινε το άγονο πνεύμα σχολαστικότητας των καθηγητών των τότε πανεπιστημίων και η μηδαμινότητα των γνώσεων, που έδιναν στους μαθητές των σχολών τους. Ο Έρασμος, αργότερα, στο έργο του «Μωρίας εγκώμιον» θα περιπαίξει τους εφόρους της επιστήμης μεσαιωνικών πανεπιστημίων. Σε όλες τις επιστημονικές συζητήσεις επικρατούσαν στενό πνεύμα δογματισμού και τυποποιημένα κριτήρια. Φανερή περιφρόνηση στην παρατήρηση και στο πείραμα και παθητική υποταγή στις Γραφές χαρακτήριζαν όλη τη διανοητική ζωή του Μεσαίωνα.
Ο πατέρας της Δυτικής εκκλησίας ο Αυγουστίνος, μολονότι πνεύμα πραγματικά πλατύ, που αγαπούσε την έρευνα, δεν μπόρεσε να αποφύγει τις περιορισμένες θεοκρατικές απόψεις της εποχής του. Και έλεγε ότι είναι θανάσιμο αμάρτημα να τα εξηγούμε όλα με τη λογική, επειδή τον θεό τον γνωρίζομε αποκλειστικά με την πίστη. Από τους αρχαίους συγγραφείς, μόνο τα συγγράμματα του Αριστοτέλη διαβάζονταν στο μεσαίωνα, οι μεγάλοι, όμως, σοφοί της εποχής εκείνης, όπως ο Γάλλος Βοναβεντούρα (1221-1274), ο Γερμανός Αλβέρτος ο Μέγας (1193-1280) και ο Ιταλός Θωμάς Ακουΐνος (1226-1274) πέτυχαν να συμβιβάσουν τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη με το δόγμα της Δυτικής Εκκλησίας. Από τότε, τα συγγράμματα του Σταγειρίτη σοφού και η Αγία Γραφή, ήταν οι μόνες πηγές γνήσιας και επιτρεπτής γνώσης. Οι πάπες, που κατείχαν την ανώτατη εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία και που είχαν το προνόμιο να στεφανώνουν και τη δύναμη να διώχνουν από το θρόνο τους μονάρχες και τους αυτοκράτορες, μαζί με τον ανώτατο κλήρο δέσποζαν στην πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη των Μέσων Χρόνων.
Και όταν, με τις ενέργειές τους, δεν προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν την αθλιότητα που υπήρχε, έχαναν τον καιρό τους σε οικουμενικές συνόδους, όπου για μήνες μάλωναν για πολύ απίθανα θέματα. Από тα περισσότερο παράδοξα χαρακτηριστικά της κοινωνίας των Μέσων Χρόνων ήταν η εμφάνιση και η ανάπτυξη του ιπποτισμού. Παρά τις δεισιδαιμονίες, τις προλήψεις, τη θρησκοληψία και τη μεγάλη αμάθεια, παρά τους εμφύλιους πολέμους, την άπονη συμπεριφορά της Ιεράς Εξέτασης, που καθημερινά καταδίκαζε σε θάνατο πάνω στη φωτιά χιλιάδες δήθεν αιρετικούς, ανάμεσα στα εξαγριωμένα ήθη και την πνευματική κατάπτωση, ένα πνεύμα τρυφερότητας, γενναιοφροσύνης, και προστασίας κάθε αδύνατου καλλιεργήθηκε παράλληλα στις τάξεις των ευγενών, που ονομάστηκε «ιπποτισμός».
Οι ιππότες ανήκουν στην τάξη των κοινωνικά προνομιούχων. Ήταν φοβεροί ιππείς και θεωρούταν ατρόμητοι, έντιμοι και ευγενικοί στις γυναίκες και στους αδικημένους. Η γενναιότητα, που δείχνουν στους πολέμους, είναι αφάνταστη. Στην εποχή των Σταυροφοριών, για να πάρουν πίσω τους Αγίους Τόπους, οι ιππότες είχαν το σπουδαιότερο ρόλο. Υπήρξαν οι ασύγκριτοι ήρωες των μεσαιωνικών, ιπποτικών μυθιστορημάτων. Πολλές φορές, έφταναν στην υπερβολή όπως ακριβώς ο ονομαστός Ισπανός συγγραφέας Θερβάντες, στο έργο του «Δον Κιχώτης» σατιρίζει τις υπερβολές του ιπποτικού πνεύματος. Ο κάθε ευγενής μπορούσε να γίνει ιππότης. Για να μπει κάποιος στις τάξεις των ιπποτών, έπρεπε να υπηρετήσει τίμια, για μια τετραετία, κοντά σε ένα φεουδάρχη, και να δείξει πνεύμα άφθαστης γενναιότητας. Στην τελετή του χρίσματος, που γινόταν δημόσια, ο υποψήφιος ιππότης έδινε την υπόσχεση ότι θα παραμείνει πιστός στην Εκκλησία και στον άρχοντα, και ότι, ακόμα, θα σέβεται τους ανυπεράσπιστους και τις γυναίκες. Ο πυργοδεσπότης του φορούσε, στη συνέχεια, το δεξιό πτερνιστήρα, τον έζωνε με δερμάτινη ζώνη, του έδινε το ξίφος και τον φιλούσε λέγοντας: «Στο όνομα του Θεού, του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου σε κάνω ιππότη».