Η δραχμή ήταν νομισματική μονάδα της αρχαίας και της νεότερης Ελλάδας. Στην αρχαία Ελλάδα η δραχμή ισοδυναμούσε με μια δέσμη 6 οβολών, τους οποίους μπορούσε να περιλάβει η παλάμη (δράττομαι-δραχμή). Στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. ο Φείδωνας στην Αίγινα έκοψε την πρώτη δραχμή. Το βάρος της, κατά την εποχή αυτή και μετέπειτα, ήταν ανάλογο με τις νομισματικές συνήθειες που επικρατούσαν στις ελληνικές πόλεις. Έτσι, στο ευβοϊκό-αττικό νομισματικό σύστημα ζύγιζε από 4,366 γραμμάρια μέχρι 8,730 γραμμάρια. Στις δύο επιφάνειές της ήταν χαραγμένα τα σήματα των πόλεων. Στην Αθήνα π.χ. στο μπροστινό μέρος της δραχμής ήταν χαραγμένο το κεφάλι της θεάς Αθηνάς και στο πίσω η κουκουβάγια.
Στο νέο ελληνικό κράτος, που δημιουργήθηκε μετά την τουρκοκρατία, η δραχμή καθιερώθηκε ως επίσημη νομισματική μονάδα το Φεβρουάριο του 1833. Από την άφιξη του I. Καποδίστρια και μέχρι τότε στη θέση της δραχμής κυκλοφορούσε ο λεγόμενος «φοίνικας». Η πολυτάραχη οικονομική και πολιτική ζωή του έθνους μας επηρέαζε κατά καιρούς την ισοτιμία της δραχμής προς το χρυσό και τα ξένα νομίσματα. Η αναγκαστική κυκλοφορία χαρτονομίσματος, που ισχύει μέχρι σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα, καθιερώθηκε οριστικά το 1835. Ήταν το αποτέλεσμα μιας επαναστατικής νομισματικής αλλαγής με στόχο την αποκατάσταση του χρυσού κανόνα, που στην πράξη απέδειξε πως ως νομισματικό σύστημα δεν μπορεί να προστατευτεί από το χρηματιστηριακό παιχνίδι των κερδοσκόπων και των εμπόρων χρυσού.
Η κακή οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, που την επέτειναν οι πόλεμοι και οι καταστροφές, επηρέασε κατά καιρούς την αγοραστική δύναμη της δραχμής. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944) η αξία της δραχμής εκμηδενίστηκε. Την εποχή εκείνη ένα μικροαντικείμενο είχε συνήθως αξία πολλών δισεκατομμυρίων δραχμών. Το 1944, μετά την απελευθέρωση, η νέα δραχμή που κυκλοφόρησε ισοδυναμούσε με 50 δισεκατομμύρια δραχμές της κατοχικής περιόδου. Αλλά και η νέα αυτή δραχμή έχασε γρήγορα την αγοραστική της δύναμη από το βάρος των πληθωριστικών πιέσεων. Έτσι, το 1953 κυκλοφόρησε νέα δραχμή που ισοδυναμούσε με 1.000 της μεταπελευθερωτικής δραχμής.
Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου η ισοτιμία της δραχμής προς το δολάριο μεταβλήθηκε. Με την υποτίμησή της το δολάριο ισοδυναμούσε προς 30 δραχμές αντί των 15 που ίσχυε μέχρι τότε. Αυτή η ισοτιμία μεταξύ δραχμής και δολαρίου διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του έτους 1975, παρά το γεγονός ότι η περιεκτικότητα της δραχμής σε χρυσό μειώθηκε. Το 1983 υποτιμήθηκε και πάλι έναντι των κυριότερων ξένων νομισμάτων (κατά 15,5%) και λίγο αργότερα ακολούθησε και η αποδέσμευσή της από το δολάριο. Από το 2002, με την ένταξη της Ελλάδας στη νομισματική ζώνη του ευρώ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δραχμή καταργήθηκε και τη θέση πήρε το ευρώ που είναι το επίσημο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ισοτιμία δραχμής - ευρώ προσδιορίστηκε σε: 1 ευρώ = 340,75 δραχμές.
Η μεταλλική δραχμή ήταν μια συμβατική νομισματική μονάδα που χρησιμοποιούνταν στη νομική και τελωνειακή ορολογία. Η ανάγκη της δημιουργίας της μεταλλικής δραχμής βρισκόταν στην προσπάθεια του Δημοσίου να καθορίζει τα ποσά από την είσπραξη διάφορων τελών (χρηματικές ποινές δικαστηρίων, δασμοί, προξενικά τέλη) με βάση μια συμβατική νομισματική μονάδα, η οποία δεν επηρεαζόταν άμεσα από τις αυξομειώσεις της αγοραστικής δύναμης της δραχμής. Μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ η μεταλλική δραχμή καταργήθηκε.
Στο νέο ελληνικό κράτος, που δημιουργήθηκε μετά την τουρκοκρατία, η δραχμή καθιερώθηκε ως επίσημη νομισματική μονάδα το Φεβρουάριο του 1833. Από την άφιξη του I. Καποδίστρια και μέχρι τότε στη θέση της δραχμής κυκλοφορούσε ο λεγόμενος «φοίνικας». Η πολυτάραχη οικονομική και πολιτική ζωή του έθνους μας επηρέαζε κατά καιρούς την ισοτιμία της δραχμής προς το χρυσό και τα ξένα νομίσματα. Η αναγκαστική κυκλοφορία χαρτονομίσματος, που ισχύει μέχρι σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα, καθιερώθηκε οριστικά το 1835. Ήταν το αποτέλεσμα μιας επαναστατικής νομισματικής αλλαγής με στόχο την αποκατάσταση του χρυσού κανόνα, που στην πράξη απέδειξε πως ως νομισματικό σύστημα δεν μπορεί να προστατευτεί από το χρηματιστηριακό παιχνίδι των κερδοσκόπων και των εμπόρων χρυσού.
Η κακή οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, που την επέτειναν οι πόλεμοι και οι καταστροφές, επηρέασε κατά καιρούς την αγοραστική δύναμη της δραχμής. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944) η αξία της δραχμής εκμηδενίστηκε. Την εποχή εκείνη ένα μικροαντικείμενο είχε συνήθως αξία πολλών δισεκατομμυρίων δραχμών. Το 1944, μετά την απελευθέρωση, η νέα δραχμή που κυκλοφόρησε ισοδυναμούσε με 50 δισεκατομμύρια δραχμές της κατοχικής περιόδου. Αλλά και η νέα αυτή δραχμή έχασε γρήγορα την αγοραστική της δύναμη από το βάρος των πληθωριστικών πιέσεων. Έτσι, το 1953 κυκλοφόρησε νέα δραχμή που ισοδυναμούσε με 1.000 της μεταπελευθερωτικής δραχμής.
Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου η ισοτιμία της δραχμής προς το δολάριο μεταβλήθηκε. Με την υποτίμησή της το δολάριο ισοδυναμούσε προς 30 δραχμές αντί των 15 που ίσχυε μέχρι τότε. Αυτή η ισοτιμία μεταξύ δραχμής και δολαρίου διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του έτους 1975, παρά το γεγονός ότι η περιεκτικότητα της δραχμής σε χρυσό μειώθηκε. Το 1983 υποτιμήθηκε και πάλι έναντι των κυριότερων ξένων νομισμάτων (κατά 15,5%) και λίγο αργότερα ακολούθησε και η αποδέσμευσή της από το δολάριο. Από το 2002, με την ένταξη της Ελλάδας στη νομισματική ζώνη του ευρώ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δραχμή καταργήθηκε και τη θέση πήρε το ευρώ που είναι το επίσημο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ισοτιμία δραχμής - ευρώ προσδιορίστηκε σε: 1 ευρώ = 340,75 δραχμές.
Η μεταλλική δραχμή ήταν μια συμβατική νομισματική μονάδα που χρησιμοποιούνταν στη νομική και τελωνειακή ορολογία. Η ανάγκη της δημιουργίας της μεταλλικής δραχμής βρισκόταν στην προσπάθεια του Δημοσίου να καθορίζει τα ποσά από την είσπραξη διάφορων τελών (χρηματικές ποινές δικαστηρίων, δασμοί, προξενικά τέλη) με βάση μια συμβατική νομισματική μονάδα, η οποία δεν επηρεαζόταν άμεσα από τις αυξομειώσεις της αγοραστικής δύναμης της δραχμής. Μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ η μεταλλική δραχμή καταργήθηκε.