Μιλώντας για το Μεσαίωνα ή τούς Μέσους Χρόνους εννοούμε την περίοδο εκείνη της Ευρωπαϊκής ιστορίας, που περικλείεται μεταξύ της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας 476 μ.Χ. και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους 1453 μ.Χ. Γενικά, οι αιώνες που περιλαμβάνονται μεταξύ της δύσης του αρχαίου κόσμου και της Αναγέννησης, λέγονται Μέσοι αιώνες, από όπου και η ονομασία όλης της ιστορικής αυτής περιόδου, ως Μεσαιωνικής.
Νεώτεροι, όμως, ιστορικοί ως το τέλος του Μεσαίωνα δεν θεωρούν την Αναγέννηση, αλλά το χρόνο 1493, όταν ανακαλύφθηκε από τον Χριστόφορο Κολόμβο η Αμερική. Η πιο, όμως, παραδεκτή άποψη είναι, ότι ο Μεσαίωνας αρχίζει από τον 5ο αιώνα μ.Χ. και τελειώνει στην περίοδο της ανακάλυψης του Νέου Κόσμου από τους μεγάλους θαλασσοπόρους, και της εφεύρεσης της τυπογραφίας, του χαρτιού και της πυρίτιδας. Ο Μεσαίωνας, ιδιόρρυθμος ως κοινωνικό και πολιτιστικό σύστημα, στη μακρόχρονη ιστορία του οδήγησε την ανθρωπότητα σε ιδιότυπες μορφές ζωής και κριτηρίων.
Χαρακτηριστικό είναι, ότι και σήμερα ακόμα οι πιο συντηρητικές ιδέες και αναλήψεις των κατά καιρούς κοινωνιών λέγοντα «μεσαιωνικές». Οι Μέσοι Χρόνοι, παρατηρεί κάποιος ιστορικός, με τις προλήψεις τις δεισιδαιμονίες και μαι τη γενική τους κοινωνική κατάσταση, έφεραν τον πολιτισμό σε κάποια οπισθοδρόμηση. Όμως, παρ όλες τις σκληρές τότε συνθήκες ζωής των λαϊκών τάξεων δύσκολα θα παραβλέψει κανένας τη δημιουργία ενός διάχυτου θρησκευτικού ομοψυχισμού.
Τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά του Μεσαίωνα είναι η φεουδαρχική διάρθρωση της κοινωνίας και η επικράτηση του θεοκρατικού πνεύματος σε όλες τις εκδηλώσεις του δημοσίου βίου. Η μεγάλη μετακίνηση των βάρβαρων λαών, που άρχισε τον 4ο αιώνα μ.Χ., πήρε, αργότερα, μορφή θεομηνίας και είχε ως συνέπεια τη διάλυση της παντοδύναμης άλλοτε Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Βάρβαρες φυλές, όπως οι Γότθοι, Βησιγότθοι, Φράγκοι, Λομβαρδοί και Γερμανοί μπαίνουν στα εδάφη των Δυτικών Ευρωπαϊκών χωρών, έρχονται σε επιμειξία με το γνήσιο τοπικό πληθυσμό, αφομοιώνονται με αυτόν, δέχονται έπειτα τη Χριστιανική θρησκεία και από τον 5ο αιώνα μ.Χ. αποτελούν τα λαϊκά στρώματα της νέας, έτσι διαμορφωμένης μεσαιωνικής κοινωνίας.
Οι λαοί αυτοί για πολλούς αιώνες δεν έχουν εθνική συνείδηση, αλληλοσπαράζονται από εμφύλιους πολέμους και κάνουν λεηλασίες και πειρατείες. Σε κάθε χώρα, οι απέραντες εκτάσεις γης διαμοιράζονται ανάμεσα στους δυνατούς φεουδάρχες και στον κλήρο. Οι φεουδάρχες κτίζουν τα σπίτια τους, απόρθητους πύργους, σε ψηλές ακροπόλεις που τις περιβάλλουν με δυνατά τείχη και τάφρους. Σιδηρόφρακτοι μονάρχες ασχολούνται, σε όλη τους τη ζωή, με το κυνήγι, την ξιφασκία, την ιππασία και τον έρωτα. Την εργασία την αφήνουν στο λαό, που, ενώ εργαζόταν στα κτήματά τους, ζούσε ως δούλος και θεωρούταν ως ένα από τα κτήματα του αφέντη του.
Οι φεουδάρχες, πυργοδεσπότες είχαν δικαιώματα ζωής και θανάτου πάνω στους υπηκόους τους, μάζευαν τους φόρους, έκαναν στρατολογίες και εκστράτευαν, πολλές φορές, ενάντια στους γείτονες φεουδάρχες. Ο κλήρος πάλι είχε μεγάλες εκτάσεις γης και εξασκούσε δικαιώματα φεουδάρχη, μαζεύοντας στρατό από τούς υπηκόους του. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, έγινε παντοδύναμος και επέβαλλε πάντοτε τις δικές του θελήσεις.
Κράτος, με τη σημερινή σημασία, δεν υπήρχε. Κάθε χώρα ήταν χωρισμένη σε απέραντες εκτάσεις γης, που λέγονταν φέουδα. Κάθε φέουδο ήταν αυτοδιοίκητο και ανεξάρτητο κράτος μέσα στην επικράτεια της ίδιας του της χώρας, με δικό του στρατό και υπηκόους. Οι φεουδάρχες τυπικά αναγνώριζαν την επικυριαρχία του Βασιλιά, αλλά, πολλές φορές, περιφρονούσαν την εξουσία του και έρχονταν σε σύγκρουση με αυτόν. Οι γαιοκτήμονες, μαζί με τον ανώτερο κλήρο, αποτελούσαν την τάξη των ευγενών με πολλά προνόμια. Οι χωρικοί και ο κατώτερος κλήρος ζούσαν μέσα στη φτώχεια, ήσαν αγράμματοι και αποτελούσαν τις θρησκόληπτες και αμόρφωτες μάζες της μεσαιωνικής κοινωνίας. Χειρότερη ήταν η μοίρα των δουλοπάροικων, που δεν είχαν προσωπική ελευθερία και τους πουλούσαν μαζί με τα κτήματα του αφέντη τους.
Στις πόλεις, οι λαϊκές μάζες βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα. Ενώ η αγροτική οικονομία παρουσίαζε αυτάρκεια, δηλαδή κάθε αγροτική οικογένεια ήταν υποχρεωμένη να βγάζει μόνη της τα προϊόντα που της ήταν αρκετά, για να ζήσει, ακόμα έπρεπε μόνη της να φτιάχνει τα ρούχα της, τα παπούτσια της, τα οικιακά και μαγειρικά της σκεύη. Παρόλα αυτά οι κάτοικοι των πόλεων, όπου είχαν δημιουργηθεί διάφορες μορφές βιοτεχνίας, ήταν, όπως είναι γνωστό, οργανωμένοι σε συντεχνίες. Όσοι άνηκαν π.χ. στη συντεχνία των καλαθοποιών, ξυλουργών, οικοδόμων και άλλων, δεν είχαν δικαίωμα, όχι μόνο να ασχοληθούν με άλλο επάγγελμα, αλλά ούτε να παντρευτούν γυναίκα, που ο πατέρας της άνηκε σε διαφορετική από τη δική τους συντεχνία. Τα παιδιά τους, πάλι, είχαν την υποχρέωση να ακολουθήσουν το επάγγελμα του πατέρα τους και να γίνουν μέλη της ίδιας συντεχνίας. Οι ψυχικές παρορμήσεις και οι έμφυτες κλίσεις ήταν πράγματα άγνωστα για το Μεσαίωνα. Οι κάτοικοι των πόλεων, που περικλείονταν πάντα μέσα σε τείχη, μαζεύονταν μέσα σε στενούς και ακάθαρτους δρόμους και κατοικούσαν μέσα σε άθλια και ξύλινα σπίτια.
Οι συχνές πυρκαγιές και η πανούκλα εξαφάνιζαν τις πόλεις και αποδεκάτιζαν τους πληθυσμούς. Η Ρουέν, από το 1200 ως το 1225, κάηκε έξι φορές.
Το 1348 η πανούκλα θέρισε το ένα τρίτο από τους κατοίκους της Γαλλίας. Το εμπόριο, εξαιτίας της πρωτόγονης κατάστασης των δρόμων, γινόταν με μεγάλη δυσκολία. Οι έμποροι πλήρωναν υποχρεωτικά φόρους εξαγωγής σε όλα τα μικρά κρατίδια, που περνούσαν, επίσης και στα περάσματα των ποταμών και στις γέφυρες. Ακόμα, η ληστεία στην ξηρά, η πειρατεία στη θάλασσα και η έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων έκαναν περισσότερο δύσκολη την ανάπτυξη του εμπορίου.
Το μόνο έθιμο, που δυνάμωνε το εμπόριο, έδινε ζωή στις πόλεις και εξασφάλιζε ψυχαγωγία στους κατοίκους τους, ήσαν τα έμποροπανηγύρια, που γίνονταν στις διάφορες πόλεις. Από τα πολύ μακρινά μέρη μαζεύονταν τότε αγοραστές και πωλητές, που έδειχναν τα διάφορα εμπορεύματά τους, ενώ περιπλανώμενοι θίασοι ακροβατών, μουσικών και θηριοδαμαστών αναλάμβαναν να διασκεδάσουν τα πλήθη.
Νεώτεροι, όμως, ιστορικοί ως το τέλος του Μεσαίωνα δεν θεωρούν την Αναγέννηση, αλλά το χρόνο 1493, όταν ανακαλύφθηκε από τον Χριστόφορο Κολόμβο η Αμερική. Η πιο, όμως, παραδεκτή άποψη είναι, ότι ο Μεσαίωνας αρχίζει από τον 5ο αιώνα μ.Χ. και τελειώνει στην περίοδο της ανακάλυψης του Νέου Κόσμου από τους μεγάλους θαλασσοπόρους, και της εφεύρεσης της τυπογραφίας, του χαρτιού και της πυρίτιδας. Ο Μεσαίωνας, ιδιόρρυθμος ως κοινωνικό και πολιτιστικό σύστημα, στη μακρόχρονη ιστορία του οδήγησε την ανθρωπότητα σε ιδιότυπες μορφές ζωής και κριτηρίων.
Χαρακτηριστικό είναι, ότι και σήμερα ακόμα οι πιο συντηρητικές ιδέες και αναλήψεις των κατά καιρούς κοινωνιών λέγοντα «μεσαιωνικές». Οι Μέσοι Χρόνοι, παρατηρεί κάποιος ιστορικός, με τις προλήψεις τις δεισιδαιμονίες και μαι τη γενική τους κοινωνική κατάσταση, έφεραν τον πολιτισμό σε κάποια οπισθοδρόμηση. Όμως, παρ όλες τις σκληρές τότε συνθήκες ζωής των λαϊκών τάξεων δύσκολα θα παραβλέψει κανένας τη δημιουργία ενός διάχυτου θρησκευτικού ομοψυχισμού.
Τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά του Μεσαίωνα είναι η φεουδαρχική διάρθρωση της κοινωνίας και η επικράτηση του θεοκρατικού πνεύματος σε όλες τις εκδηλώσεις του δημοσίου βίου. Η μεγάλη μετακίνηση των βάρβαρων λαών, που άρχισε τον 4ο αιώνα μ.Χ., πήρε, αργότερα, μορφή θεομηνίας και είχε ως συνέπεια τη διάλυση της παντοδύναμης άλλοτε Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Βάρβαρες φυλές, όπως οι Γότθοι, Βησιγότθοι, Φράγκοι, Λομβαρδοί και Γερμανοί μπαίνουν στα εδάφη των Δυτικών Ευρωπαϊκών χωρών, έρχονται σε επιμειξία με το γνήσιο τοπικό πληθυσμό, αφομοιώνονται με αυτόν, δέχονται έπειτα τη Χριστιανική θρησκεία και από τον 5ο αιώνα μ.Χ. αποτελούν τα λαϊκά στρώματα της νέας, έτσι διαμορφωμένης μεσαιωνικής κοινωνίας.
Οι λαοί αυτοί για πολλούς αιώνες δεν έχουν εθνική συνείδηση, αλληλοσπαράζονται από εμφύλιους πολέμους και κάνουν λεηλασίες και πειρατείες. Σε κάθε χώρα, οι απέραντες εκτάσεις γης διαμοιράζονται ανάμεσα στους δυνατούς φεουδάρχες και στον κλήρο. Οι φεουδάρχες κτίζουν τα σπίτια τους, απόρθητους πύργους, σε ψηλές ακροπόλεις που τις περιβάλλουν με δυνατά τείχη και τάφρους. Σιδηρόφρακτοι μονάρχες ασχολούνται, σε όλη τους τη ζωή, με το κυνήγι, την ξιφασκία, την ιππασία και τον έρωτα. Την εργασία την αφήνουν στο λαό, που, ενώ εργαζόταν στα κτήματά τους, ζούσε ως δούλος και θεωρούταν ως ένα από τα κτήματα του αφέντη του.
Οι φεουδάρχες, πυργοδεσπότες είχαν δικαιώματα ζωής και θανάτου πάνω στους υπηκόους τους, μάζευαν τους φόρους, έκαναν στρατολογίες και εκστράτευαν, πολλές φορές, ενάντια στους γείτονες φεουδάρχες. Ο κλήρος πάλι είχε μεγάλες εκτάσεις γης και εξασκούσε δικαιώματα φεουδάρχη, μαζεύοντας στρατό από τούς υπηκόους του. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, έγινε παντοδύναμος και επέβαλλε πάντοτε τις δικές του θελήσεις.
Κράτος, με τη σημερινή σημασία, δεν υπήρχε. Κάθε χώρα ήταν χωρισμένη σε απέραντες εκτάσεις γης, που λέγονταν φέουδα. Κάθε φέουδο ήταν αυτοδιοίκητο και ανεξάρτητο κράτος μέσα στην επικράτεια της ίδιας του της χώρας, με δικό του στρατό και υπηκόους. Οι φεουδάρχες τυπικά αναγνώριζαν την επικυριαρχία του Βασιλιά, αλλά, πολλές φορές, περιφρονούσαν την εξουσία του και έρχονταν σε σύγκρουση με αυτόν. Οι γαιοκτήμονες, μαζί με τον ανώτερο κλήρο, αποτελούσαν την τάξη των ευγενών με πολλά προνόμια. Οι χωρικοί και ο κατώτερος κλήρος ζούσαν μέσα στη φτώχεια, ήσαν αγράμματοι και αποτελούσαν τις θρησκόληπτες και αμόρφωτες μάζες της μεσαιωνικής κοινωνίας. Χειρότερη ήταν η μοίρα των δουλοπάροικων, που δεν είχαν προσωπική ελευθερία και τους πουλούσαν μαζί με τα κτήματα του αφέντη τους.
Στις πόλεις, οι λαϊκές μάζες βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα. Ενώ η αγροτική οικονομία παρουσίαζε αυτάρκεια, δηλαδή κάθε αγροτική οικογένεια ήταν υποχρεωμένη να βγάζει μόνη της τα προϊόντα που της ήταν αρκετά, για να ζήσει, ακόμα έπρεπε μόνη της να φτιάχνει τα ρούχα της, τα παπούτσια της, τα οικιακά και μαγειρικά της σκεύη. Παρόλα αυτά οι κάτοικοι των πόλεων, όπου είχαν δημιουργηθεί διάφορες μορφές βιοτεχνίας, ήταν, όπως είναι γνωστό, οργανωμένοι σε συντεχνίες. Όσοι άνηκαν π.χ. στη συντεχνία των καλαθοποιών, ξυλουργών, οικοδόμων και άλλων, δεν είχαν δικαίωμα, όχι μόνο να ασχοληθούν με άλλο επάγγελμα, αλλά ούτε να παντρευτούν γυναίκα, που ο πατέρας της άνηκε σε διαφορετική από τη δική τους συντεχνία. Τα παιδιά τους, πάλι, είχαν την υποχρέωση να ακολουθήσουν το επάγγελμα του πατέρα τους και να γίνουν μέλη της ίδιας συντεχνίας. Οι ψυχικές παρορμήσεις και οι έμφυτες κλίσεις ήταν πράγματα άγνωστα για το Μεσαίωνα. Οι κάτοικοι των πόλεων, που περικλείονταν πάντα μέσα σε τείχη, μαζεύονταν μέσα σε στενούς και ακάθαρτους δρόμους και κατοικούσαν μέσα σε άθλια και ξύλινα σπίτια.
Οι συχνές πυρκαγιές και η πανούκλα εξαφάνιζαν τις πόλεις και αποδεκάτιζαν τους πληθυσμούς. Η Ρουέν, από το 1200 ως το 1225, κάηκε έξι φορές.
Το 1348 η πανούκλα θέρισε το ένα τρίτο από τους κατοίκους της Γαλλίας. Το εμπόριο, εξαιτίας της πρωτόγονης κατάστασης των δρόμων, γινόταν με μεγάλη δυσκολία. Οι έμποροι πλήρωναν υποχρεωτικά φόρους εξαγωγής σε όλα τα μικρά κρατίδια, που περνούσαν, επίσης και στα περάσματα των ποταμών και στις γέφυρες. Ακόμα, η ληστεία στην ξηρά, η πειρατεία στη θάλασσα και η έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων έκαναν περισσότερο δύσκολη την ανάπτυξη του εμπορίου.
Το μόνο έθιμο, που δυνάμωνε το εμπόριο, έδινε ζωή στις πόλεις και εξασφάλιζε ψυχαγωγία στους κατοίκους τους, ήσαν τα έμποροπανηγύρια, που γίνονταν στις διάφορες πόλεις. Από τα πολύ μακρινά μέρη μαζεύονταν τότε αγοραστές και πωλητές, που έδειχναν τα διάφορα εμπορεύματά τους, ενώ περιπλανώμενοι θίασοι ακροβατών, μουσικών και θηριοδαμαστών αναλάμβαναν να διασκεδάσουν τα πλήθη.